ἀναρίθμητον

ἀναρίθμητον
ἀναρίθμητος
not to be counted
masc/fem acc sg
ἀναρίθμητος
not to be counted
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Карникс — лат. Carnyx …   Википедия

  • αμαλθείον — ἀμαλθεῑον, το [Ἀμάλθεια] το κέρας τής Αμαλθείας, σύμβολο πλούτου και αφθονίας «ἀδειάζει επὶ τὰς ὄχθας τοῡ κλεινού Ταμησοῡ καὶ δύναμιν καὶ δόξαν καὶ πλοῡτον ἀναρίθμητον τό ἀμαλθεῑον» (Κάλβου, Ο Φιλόπατρις) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”